“Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς”

(Ἰω. η΄ 32)
Ποιμαντική Σκέψη της Εβδομάδος

Δύο θάλασσες

Όποτε συζητάμε το ζήτημα του να “μοιραζόμαστε”, η σκέψη μου πηγαί­νει στις δύο λίμνες της Παλαιστίνης: στην Θάλασσα της Γαλιλαίας και στη Νεκρά Θάλασσα. Αυτές οι δύο λίμνες έχουν κοινό ένα θεμελιώδες χαρακτη­ριστικό, έχουν και μία βασική διαφορά.

Και οι δύο δέχονται το νερό του πο­ταμού Ιορδάνη. Η πρώτη, η Θάλασσα της Γαλιλαίας, λαμβάνει το νερό και το προσφέρει για να γονιμοποιήσει τις νότιες περιοχές. Η άλλη, η Νεκρά Θάλασσα, λαμβάνει το νερό, αλλά το κρατά για τον εαυτό της. Στην πρώ­τη υπάρχει άφθονη ζωή στα νερά της και γύρω απ’ αυτά. Στη δεύτερη δεν υπάρχει ίχνος ζωής. Και ξέρουμε ότι ο Κύριός μας δεν είχε καμιά σχέση με τη Νεκρά Θάλασσα.

Άρχισε την δημόσια αποστολή του και τέλεσε πολλά από τα θαύματά του στην περιοχή της Θάλασσας της Γαλιλαίας.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

αρχιεπίσκοπος Τιράνων,

Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας

Δύο θάλασσες

Όποτε συζητάμε το ζήτημα του να "μοιραζόμαστε", η σκέψη μου πηγαί­νει στις δύο λίμνες της Παλαιστίνης: στην Θάλασσα της Γαλιλαίας και στη Νεκρά Θάλασσα. Αυτές οι δύο λίμνες έχουν κοινό ένα θεμελιώδες χαρακτη­ριστικό, έχουν και μία βασική διαφορά. Και οι δύο δέχονται...

Όνειρο και Πραγματικότητα.

Ονειρέψου την Πραγματικότητα και η Πραγματικότητα θα σου πει τα πάντα. Αποδέξου την Πραγματικότητα, που εσύ είσαι το όνειρό της, και θα ξυπνήσεις και πια δεν θα μαντεύεις την ομορφιά, αλλά θα είσαι η Ομορφιά. Μια είναι η Πραγματικότητα και μία είναι η Ομορφιά, και...

Ένας αληθινός Άγιος

Ένας αληθινός Άγιος, ενώ φαίνεται εξαίρεση στην καθαρότητα του πνεύματος και το μεγα­λείο της αποστολής του, με την ταπείνωση που τον διακρίνει γίνεται μια θεία επίσκεψη και πα­ρηγοριά για όλους τους αδύνατους και περι­φρονημένους. Δεν επαίρεται για τα κατορθώματά...

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ & ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Τῷ καιρῷ ἐκείνω, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ.
ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε·
καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ.
καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου.
ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου.
καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;
καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα.
καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν.
ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν.
ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνον τον καιρό, ήρθε ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία, σεβαστό μέλος του Συνεδρίου, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, ο οποίος τόλμησε, εισήλθε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού.
Αλλά ο Πιλάτος θαύμασε απορώντας αν είχε ήδη πεθάνει και, αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε αν πέθανε από ώρα.
Και όταν το έμαθε από τον εκατόνταρχο, δώρισε το πτώμα στον Ιωσήφ.
Και εκείνος αφού αγόρασε ένα σεντόνι, τον κατέβασε από το σταυρό, τον τύλιξε στο σεντόνι και τον έθεσε μέσα σε μνήμα που ήταν λατομημένο στο βράχο. Και μετά κύλησε ένα λίθο πάνω στη θύρα του μνήματος.
Τότε η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή κοιτούσαν πού έχει τεθεί.

Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα, για να έρθουν και να τον αλείψουν.
Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο έρχονται στο μνήμα, όταν ανάτειλε ο ήλιος.
Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει μακριά το λίθο από τη θύρα του μνήματος;»
Και όταν σήκωσαν το βλέμμα τους, κοιτούν ότι έχει κυλήσει μακριά ο λίθος. Ήταν πράγματι πάρα πολύ μεγάλος.
Και αφού εισήλθαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό να κάθεται στα δεξιά ντυμένο με στολή λευκή και έμειναν έκθαμβες.
Εκείνος τους λέει: «Μη μένετε έκθαμβες. Τον Ιησού ζητάτε, το Ναζαρηνό, το σταυρωμένο. Εγέρθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έθεσαν.
Αλλά πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε καθώς σας είπε».
Και εκείνες εξήλθαν και έφυγαν από το μνήμα, γιατί τις κατείχε τρόμος και έκσταση. Και σε κανέναν δεν είπαν τίποτα. Γιατί φοβούνταν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Πράξεις Αποστόλων, ΣΤ'(6) 1-7

Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν.
προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις.
ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης·
ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν.
καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα,
οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.
καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.

ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Και κατά τις ημέρες αυτές, ενώ πλήθαιναν οι μαθητές, έγινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, γιατί παραβλέπονταν στη διακονία την καθημερινή οι χήρες τους.
Αφού προσκάλεσαν, λοιπόν, οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών, είπαν: «Δεν είναι αρεστό εμείς να εγκαταλείψουμε το λόγο του Θεού και να διακονούμε σε τραπέζια.
Σκεφτείτε, λοιπόν, αδελφοί, εφτά άντρες από εσάς με καλή μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος και σοφίας, τους οποίους θα καταστήσουμε για την ανάγκη αυτή,
ενώ εμείς θα επιμείνουμε καρτερικά στην προσευχή και στη διακονία του λόγου».
Και άρεσε ο λόγος μπροστά σε όλο το πλήθος, και εξέλεξαν το Στέφανο, άντρα πλήρη από πίστη και Πνεύμα Άγιο, και το Φίλιππο και τον Πρόχορο και το Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και το Νικόλαο, προσήλυτο Αντιοχέα,
τους οποίους έστησαν μπροστά στους αποστόλους και, αφού προσευχήθηκαν, επέθεσαν σ’ αυτούς τα χέρια.
Και ο λόγος του Θεού αύξανε, και πλήθαινε ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ πάρα πολύ, και πολύ πλήθος των ιερέων υπάκουε στην πίστη.

ΠΑΤΕΡΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

 

Ὁμιλία ιη΄ τῇ Κυριακῇ τῶν Μυροφόρων
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνανέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ ξαναζωντάνεμα καὶ τὸ ξαναπλάσιμο τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ ἡ ἁμαρτία τὸν ὡδήγησε στὸ θάνατο κι ὁ θάνατος πάλι τὸν ἔκαμε νὰ παλινδρομήση στὴ γῆ ἀπ’ ὅπου πλάστηκε.  Εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀθάνατη ζωή. Ἐκεῖνον κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ὅταν τὸν ἔπλαθε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ζωοποιοῦσε –τὴν ὥρα ἐκείνη κανένας ἄνρθωπος δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα.  Κι ὅταν μὲ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ ἔλαβε πνοὴ ζωῆς, πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε ἡ γυναίκα·  ὕστερ’ ἀπ’ αὐτόν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα. Ἔτσι καὶ τὸ δεύτερο Ἀδάμ, δηλ. τὸν Κύριο, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε ν’ ἀναστήνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

 Γιατὶ μήτε κανένας δικός του ἦταν κοντὰ κι οἱ φρουροὶ στρατιῶτες συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ φόβο ἔγιναν σὰ νεκροί.  Καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση γυναῖκα πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε, ὅπως ἀκούσαμε τὸ Μᾶρκο νὰ εὐαγγελίζεται σήμερα. «Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς παρουσιάστηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνή».  Πιστεύουν ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς δήλωσε καθαρὰ καὶ τὴν ὥρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου·  ὅτι ἦταν πρωΐ, καὶ φάνηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ κι ὅτι φάνηκε τὴν ἴδια ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δὲν εἶπε ὅμως ἔτσι, ὅπως θὰ φανῆ, ἄν προσέξωμε κάπως.  Λίγο πιὸ πάνω κι αὐτὸς σὲ συμφωνία καὶ μὲ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὰς λέει ὅτι ἡ Μαρία αὐτὴ ἦρθε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες στὸν τάφο κι ὅτι τὸν εἶδαν ἄδειο ἔφυγαν. Ὥστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ πρωΐ, ὁπότε αὐτὴ τὸν εἶδε. Ἀλλὰ θέλοντας νὰ προσδιορίση καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν λέει ἁπλῶς πρωί,ὅπως ἐδῶ, ἀλλὰ πολὺ πρωί. Γι’ αὐτό καὶ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τὸ λιγοστὸ φέγγος ποὺ προτρέχει στὸν ὀρίζοντα ἀπὸ τὴν ἀνατολή.   Αὑτὸ θέλει νὰ φανερώση κι ὁ Ἱωάννης καὶ λέγει ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦρθε πρωί στὸ μνημεῖο, ἐνῶ κρατοῦσε ἀκόμη τὸ σκοτάδι, κι εἶδε τὴ πέτρα τραβηγμένη ἀπὸ αὐτό.
Καὶ δὲ ἦρθε μονάχα αὐτὴ στὸ μνῆμα, κατὰ τὸν Ἰωάννη, ἀλλὰ κι ἔφυγε ἀπ’ τὸ μνῆμα χωρὶς νὰ δῆ ἀκόμα τὸν Κύριο. Γιατὶ ἔτρεξε κι ἐπῆγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ δὲν τοὺς ἀναγγέλει ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος ἀλλὰ ὅτι τὸν πῆραν ἀπὸ τὸν τάφο· ἄρα δὲν ἤξερε ἀκόμα τὴν ἀνάσταση. Διεκδίκηση λοιπὸν τῆς Μαρίας ἀπομένει ὄχι μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς φάνηκε σ’ αὐτὴν πρώτη ἀλλὰ ὅτι φάνηκε μετὰ τὴν πραγματικὴ ὥρα τῆς ἡμέρας. Εἶναι βέβαια σκεπασμένο μὲ κάποια σκιὰ ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὰς αὐτὸ ποὺ θὰ ξεσκεπάσω μπροστὰ στὴν ἀγάπη σας. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ δέχτηκε ἀπὸ τὴν Κύριο  ἡ Παναγία. Κι ἔτσι ἦταν τὸ σωστὸ καὶ τὸ δίκαιο. Αὐτὴ πρώτη τὸν εἶδε μετὰ τὴν ἀνάστασή του, κι εἶχε τὴ χαρὰ ν’ ἀκούση τὸ μίλημά του.  Καὶ δὲν τὸν εἶδε μόνο μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τ’ αὐτιὰ της ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια της πρώτη  καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἀκόμα κι ἄν οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν ὁμιλοῦν γιὰ ὅλ’ αὐτὰ φανερά.  Δὲ θέλουν νὰ προβάλλουν τὴ μαρτυρία τῆς μητέρας, γιὰ νὰ μὴ δώσουν στοὺς ἄπιστους ἀφορμὴ ὑποψίας. Ἀφοῦ ὅμως τώρα ὁ δικός μου λόγος μὲ τὴ χάρη τοῦ ἀναστάντος ἁπευθύνεται σὲ πιστοὺς , ἡ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς μᾶς παρακινεῖ νὰ διευκρινήσωμε τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες·  τὴ δικαιολογία τὴ δίνει αὐτὸς ποὺ εἶπε «Δὲν ὑπάρχει κρυφὸ ποὺ δὲ θὰ γίνη φανερό».  Κι αὐτὸ λοιπὸν θὰ φανερωθῆ.
Μυροφόρες εἶναι ὅσες ἀκολούθησαν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ἔμειναν μαζί της τὶς ὥρες τοῦ σωτηρίου πάθους καὶ μὲ πόθο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀρωμάτισαν.  Κι ὅταν ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ τυλιγμένο σὲ σεντόνι μὲ δυνατὰ ἀράματα τὸ ἀπόθεσαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο κι ἔκλεισαν   μὲ μεγάλη πέτρα τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἦσαν κοντὰ καὶ κοίταζαν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθισμένες ἀπέναντι στὸ τάφο.  Μὲ τὴν ἔκφραση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ὑπονοεῖ ὁπωσδήποτε τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ.  Γιατὶ αὐτὴ τὴν ἔλεγαν καὶ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, ποὺ ἦσαν παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος.  Δὲν ἦσαν αὐτὲς μόνο, ποὺ κοίταζαν τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Χριστοῦ μὰ κι ἄλλες γυναῖκες, καθὼς διηγήθηκε κι ὁ Λουκᾶς. Κι ἀφοῦ τὸν συνόδεψαν γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔλθει γιὰ χάρη του ἀπὸ τὴ Γαλιλαία εἶδαν τὸ μνῆμα καὶ ὅτι εἶχε ἀποτεθῆ ἐκεῖ τὸ σῶμα του κι αὐτὲς ἦσαν ἡ   Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ἄλλες ποὺ ἦσαν μαζί».  Καὶ γράφει ὅτι πῆγαν κι ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα.  Γιατὶ δὲν ἤξεραν ἀκόμα ἀκριβῶς ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ τὸ ἄρωμα τῆς ζωῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν μὲ πίστη, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν ἄπιστοι ὡς τὸ τέλος.  Καὶ τῶν ρούχων του ἡ ὀσμὴ, ἡ ὀσμὴ τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του, εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀρώματα. Καὶ τὄνομά του εἶναι σὰν χυμένο μύρο, ποὺ πλημμύρισε τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ θεία του εὐωδία. Δὲν ἤξεραν κι ἑτοιμάζουν μυρωδικὰ καὶ ἀρώματα πρὸς τιμὴ τοῦ νεκροῦ κι ἐπινοοῦν γιὰ ὅσους ἤθελαν νὰ μείνουν κοντὰ ἀντιφάρμακο τῆς κακοσμίας ἀπὸ τὸ ἀποσυνθεμένο σῶμα ἀλείβοντάς το μ’ αὐτά.
Ἕτοίμασαν λοιπὸν τὰ μύρα καὶ τ’ ἀρώματα καὶ τὸ Σάββατο ἡσύχαζαν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν. Γιατὶ δὲν εἶχαν ζήσει ἀληθινὰ Σάββατα, οὔτε ἕνιωσαν ἐκεῖνο τὸ ὑπερευλογημένο Σάββατο, ποὺ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἅδη σ’ ὅλο τὸ λαμπρὸ καὶ θεῖο ὕφος τοῦ οὐρανοῦ.  Τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ὅπως λέει ὁ Λουκᾶς, ἐνῶ ἦταν νύχτα ἀκόμα ἦρθαν στὸ μνῆμα μὲ τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει Κι ὁ Ματθαῖος λέει· «ἀργὰ τὸ Σάββατο πρὸς τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς» κι ὅτι ἦσαν δύο αὐτὲς ποὺ ἦρθαν.  Κι ὁ Ἰωάννης συμπληρώνει· «πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ ἀκόμη».  Καὶ ὅτι αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἦταν μόνο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ὅλοι οἱ εὐαγγελισταὶ ἐννοοῦν τὴν Κυριακή. Μὲ τὶς ἐκφράσεις ἀργὰ τὸ Σάββατο, καὶ βαθειὰ αὐγή, καὶ πολὺ πρωί καὶ πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἐννοῦν τὴν αὐγινὴ ὥρα ποὺ τὸ σκοτάδι παλεύει μὲ τὸ φῶς, κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἀρχίζει νὰ φωτίζεται τὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντα προμηνῶντας τὴν ἡμέρα.  Παρατηρῶντας ἀπὸ μακριὰ βλέπει κανένας τὸ φῶς ν’ ἀλλάζη τὰ χρώματα στὴν ἀνατολὴ τὴν ἐνάτη περίπου ὥρα τῆς νύχτας καὶ μένουν ὡς τὴν τέλειαν ἡμέρα τρεῖς ὧρες ἀκόμα. Μοιάζει νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταὶ καὶ στὴν ὥρα αὐτὴ καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.  Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι, ὅπως εἶπαν, οἱ Μυροφόρες καὶ πολλὲς ἦσαν καὶ δὲν ἦρθαν μιὰ φορὰ στὸν τάφο ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, ὄχι πάντα οἱ ἴδιες·  καὶ τὴν αὐγὴ ὅλες, μὰ ὄχι τὴν ἴδια στιμγὴ ἀκριβῶς. Ἡ Μαγδαληνὴ ἦρθε καὶ μόνη της χωρὶς τὶς ἄλλες, κι ἔμεινε περισσότερο.  Καθένας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς ἕνα ἐρχομὸ μερικῶν ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρει καὶ ἀφήνει τὶς ἄλλες. Κι ὅπως ἐγὼ συμπεραίνω συγκρίνοντας ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὰς- τὸ προεῖπα κι αὐτό-  πρώτη ἀπ’  ὅλες ἦρθε στὸν τάφο τοῦ Γιοῦ καὶ Θεοῦ της ἡ Θεοτόκος, μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή.  Αὑτὸ κυρίως μᾶς τὸ πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. «Ἦρθε, λέει, ἡ Μαρία Μαγδαληνή καὶ ἡ ἄλλη Μαρία –ποὺ ἦταν πάντως ἡ Παναγία- νὰ κοιτάξουν τὸν τάφο. Καὶ τὸτε ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμός. Ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἦρθε καὶ κύλισε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου καὶ κάθισε πάνω σ’ αὐτή.  Τὸ προσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ροῦχο του σὰν χιόνι λευκό.  Ταράχτηκαν οἱ φύλακες ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ τοὺς προξένησε κι ἔγιναν σὰ νεκροί.
Ὅλες οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μετὰ τὸ σεισμὸ καὶ τὴ φυγὴ τῶν φρουρῶν καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιχτό καὶ κυλισμένη τὴν πέτρα. Ἡ Παρθένος ὅμως ἦταν ἐκεῖ, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς κι εἶχε κυλίσει ἡ πέτρα κι ὁ τάφος ἄνοιξε κι οἱ φύλακες ἦσαν ἐκεῖ, ἄν καὶ καταταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο.  Γι’ αὐτὸ κι ὅταν συνῆλθαν ἀπὸ τὸ σεισμὸ εὐθὺς σκέφτηκαν τὴ φυγή, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως χωρὶς φόβο χαιρόταν μ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Ἐγὼ νομίζω πὼς καὶ γι’ αὐτὴν πρώτη ἄνοιξε ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος. Γι’ αὐτὴν πρῶτα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν καὶ γιὰ μᾶς ὅλους ἄνοιξαν τὰ πάντα, ὅσα εἶναι πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα στὴ γῆ κάτω, καὶ γιὰ χάρη της ἀστράφτει ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε μόλο ποὺ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι, μὲ τὸ λαμπρὸ ἀγγελικὸ φῶς εἶδε ὄχι μόνο ἀνοικτὸ τὸν τάφο ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια μὲ σειρὰ καὶ τάξη νὰ μαρτυροῦν μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν ἀνάσταση τοῦ ἐνταφιασμένου. Ἦταν ἔπειτα καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ἄγγελος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ Γαβριήλ·  τὴν εἶδε νὰ προχωρῆ βιαστικὰ πρὸς τὸν τάφο, αὐτὸς ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς εἶχε πεῖ: «Μὴ φοβᾶσαι Μαρία· ὁ Θεὸς σοῦ δίνει τὴ χάρη του».  Κι ἀμέσως κατεβαίνει καὶ τώρα τὴν ἴδια πάλι προτροπὴ ν’ ἀπευθύνη στὴν ἀειπάρθενο. Ἦρθε νὰ εὐαγγελιστῆ τὴν ἀνάσταση ἐκείνου ποὺ μὲ ἄσπορη σύλληψη ἐγέννησε καὶ τὴν πέτρα νὰ σηκώση καὶ νὰ δείξη ἄδειο τὸν τάφο καὶ τὰ ἐντάφια   καὶ νὰ βεβαιώση σ’ αὐτὴ τὸ χαρούμενο μήνυμα.  Γράφει «Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγλος κι εἶπε στὶς γυναῖκες·  Μὴ φοβᾶστε· ζητᾶτε τὸ Χριστὸ ποὺ σταύρωσαν; Ἀναστήθηκε. Νὰ , ὁ τόπος ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Κι ἄν βλέπετε τοὺς φύλακες καταταραγμένους ἀπὸ τὸ φόβο σεῖς μὴ φοβᾶστε. Ξέρω πὼς ζητᾶτε τὸ Χριστο ποὺ σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ». Γιατὶ αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκράτητος ἀπ’ τὰ κλειδιὰ καὶ τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου ἀλλὰ εἶναι καὶ Κύριος δικός μας, τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτὸς εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου ὁ μόνος Κύριος. «Δῆτε τὸν τόπο ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα καὶ πέστε στοὺς μαθητὰς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς».  Καὶ βγῆκαν. Λέγει, μὲ φόβο καὶ χαρὰ μαζὶ μεγάλη.
Καὶ σ’  αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχω τὴ γνώμη ὅτι φοβισμένη ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς τότε. Γιατὶ δὲν κατάλαβαν τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νὰ βαστάξουν ὡς τὸ τέλος τὴ δύναμη τοῦ φωτὸς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ἀκρίβεια. Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως νομίζω ἔκαμε κτῆμα της τὴ μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ κατανόησε τοὺς λόγους τοῦ ἀγγέλου καὶ ἔλαμψε ὁλόκληρη ἀπὸ τὸ φῶς σὰν ὁλοκάθαρη ποὺ ἦταν καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀκόμα τὰ σημεῖα καὶ τὴν ἀλήθεια ἔκαμε σταθερὸ κτῆμα της καὶ στὸν ἀρχάγγελο πίστεψε, ἀφοῦ μάλιστα αὐτὸς ἀπὸ παλιὰ εἶχε ἀποδεχτῆ γι’ αὐτὴ μέσα στὰ πράγματα ἄξιος ἐμπιστοσύνης. Ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ μὴ καταλάβη ἡ Παρθένος μὲ τὴ θεϊκὴ σοφία, ὅ,τι εἶχε συντελεστῆ, ἀφοῦ παρακολούθησε τὰ γεγονότα ἀπὸ κοντά·  εἶδε τὸ σεισμὸ τὸ μεγάλο, τὸν ἄγγελο νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀστραποβολῶντας. Εἶδε τὴν νέκρωση τῶν φρουρῶν, τὸ μεατόπισμα τῆς πέτρας, τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου, τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, ποὺ ἦσαν ἀσκόρπιστα, συγκρατημένα ἀπὸ τὴ σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη, χωρὶς ὅμως νὰ περιβάλλουν τὸ σῶμα.  Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ εἶδε τὸ χαρμόσυνο θέαμα τοῦ ἀγγέλου, κι ἄκουσε τὸ χαρούμενο μήνυμα. Ἀλλὰ βγαίνοντας ἀπὸ τὸν εὐαγγελισμὸν,αὐτό, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία σὰ νὰ μὴν ἄκουσε κἄν τὸν ἄγγελο -ἐξ ἄλλου σ’  ἐκείνη δὲν εἶχε μιλήσει- διαπιστώνει μονάχα τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου καὶ γιὰ τὰ ἐντάφια δὲν κάνει κανένα λόγο καὶ τρέχει εὐθὺς στὸν Πέτρο καὶ τὸν ἄλλον μαθητή, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης. Ἡ μητέρα πάλι τοῦ Θεοῦ, ὅταν συνάντησε ἄλλες γυναῖκες ξαναγύρισε πίσω καὶ νὰ, ὅπως λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε καὶ τοὺς εἶπε «Χαίρετε».
Βλέπετε ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία ἡ Παναγία εἶδε αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔπαθε καὶ ἐνταφιάστηκε κι ἀναστήθηκε. «Σ’ αὐτὲς πλησίασαν», γράφει, ἔπιασαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν. Κι ὅπως ἡ Παναγία κατάλαβε μόνη τὴ δύναμη τῶν ἀγγελικῶν λόγων, ἄν κι ἄκουσε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή, ἔτσι καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συναντοῦσε τὸ γιό της καὶ Θεό, πρώτη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ εἶδε καὶ γνώρισε τὸν ἀναστημένο. Προσπέφτοντας τοῦ ἔπιασε τὰ πόδια κι ἔγινε ἀπόστολος του πρὸς τοὺς ἀποστόλους του. Ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξαναγυρίζοντας ἀπὸ τὸν τάφο τὴν συνάντησε ὁ Κύριος, τὸ μαθαίνομε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. «Τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ», γράφει, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς λέει·  Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρομε ποὺ τὸν ἔβαλαν, Πῶς, ἄν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τὸν ἄκουσε νὰ μιλᾶ, θὰ μποροῦσε νὰ λέη τέτοια λόγια, ὅτι τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν ἀλλοῦ καὶ δὲν ξέρομε σὲ ποιὸ μέρος; Ἀλλὰ μετὰ τὸ τρέξιμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη στὸν τάφο, ὅταν εἶδαν τὰ ἐντάφια καὶ γύρισαν, ἡ Μαρία, λέει, στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε.
Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε δεῖ ἀκόμα ἀλλὰ οὔτε εἶχε ἀκούσει.  Κι ὅταν τὴ ρώτησαν ἄγγελοι ποὺ παρουσιάστηκαν «Γιατὶ κλαῖς, γυναῖκα;»  ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σὰ νὰ ἦταν νεκρός. Κι ὅταν γυρίζοντας εἶδε τὸν Ἰησοῦ καὶ πάλι δὲν κατάλαβε καὶ στοῦ ἴδιου τὴν ἐρώτηση «γιατὶ κλαίει»,  παραπλήσια ἀπαντᾶ. Ὥσπου τὴν κάλεσε μὲ τὄνομά της, καὶ τῆς ἔδειξε πὼς ἦταν ὁ ἴδιος. Τότε ἀφοῦ ἔπεσε κι αὐτὴ μπροστὰ του θέλοντας ν’ ἀσπαστῆ τὰ πόδια του, τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέη «μὴ μ’ ἀγγίζης». Ἀπὸ τοῦτο καταλαβαίνομε ὅτι κατὰ τὴν προηγούμενη ἐμφάνισή του στὴν Μητέρα του καὶ στὶς γυναῖκες, ποὺ τὴ συντρόφευαν  αὐτὴν μονάχα ἄφησε νὰ τοῦ ἀγγίξη τὰ πόδια, ἄν καὶ ὁ Ματθαῖος τὸ θέλει κοινὴ παραχώρηση σ’ ὅλες  Δὲν ἤθελε, γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, νὰ προβάλη ἔντονα τὴ Μητέρα στὸ ζήτημα αὐτο. Κι ἀφοῦ πρώτη ἦρθε στὸν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καὶ πρώτη δέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως, μαζεύτηκαν πολλὲς καὶ εἶδαν καὶ κεῖνες τραβηγμένη τὴν πέτρα καὶ ἄκουσαν τὸν ἄγγελο. Στὴν ἐπιστροφὴ χωρίστηκαν.  Καὶ ἄλλες καθὼς λέει ὁ Μᾶρκος ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο ἔμφοβες καὶ ἐκσταστικὲς χωρὶς νὰ ποῦν τίποτα σὲ κανένα, ἐπειδὴ φοβοῦνταν. Ἄλλες ἀκολούθησαν τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου κι αὐτὲς ἐπέτυχαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὸν Κύριο. Ἡ Μαγδαληνὴ ἔφυγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη  καὶ μαζὶ τους ἔρχεται πίσω στὸν τάφο. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔφυγαν αὐτὴ ἔμεινε νὰ ἀξιώνεται κι αὐτὴ νὰ δῆ τὸν Κύριο καὶ νὰ τὴ στείλει κι αὐτὴν στοὺς ἀποστόλους καὶ ξαναέρχεται σ’ αὐτοὺς φωνάζοντας σ’ ὅλους, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης, «ὅτι εἶχε δεῖ τὸν Κύριο καὶ τῆς εἶχε πεῖ αὐτά».
Καὶ ὁ Μᾶρκος λέει ὅτι αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση ἔγινε τὸ πρωΐ, τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἀρχὴ, τῆς ἡμέρας, ὅταν εἶχε περάσει ἡ αὐγή. Δὲν ἰσχυρίζεται ὅμως ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οὔτε ἡ πρώτη ἐμφάνισή του. Ἔχομε λοιπὸν σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες σὲ μιὰ ἀρκιβῆ ἔκθεση καὶ τὴ σχετικὴ συμωνία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν σὰν ἀνώτερη ἐπιβεβαίωση. Οἱ μαθηταὶ ὅμως τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ποὺ ἄκουσαν κι ἀπὸ τὶς Μυροφόρες καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρο, κι ἀκόμα ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζῆ κι ὅτι τὸν εἶδαν, ἔδειξαν ἀπιστία. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγορεῖ, ὅταν παρουσιάστηκε σ’ ὅλους μαζὶ συγκεντρωμένους.  Κι ἀφοῦ πιὰ μὲ  τὰ μάτια πολλῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔδειξε  ὅτι ἦταν ζωντανός, ὄχι μονάχα πίστεψαν ὅλοι ἀλλὰ καὶ τὰ κήρυξαν παντοῦ. Ἡ φωνὴ τοῦς ξεχύθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὰ λόγια τους σκορπίστηκαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης». Καὶ μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου ποὺ ἔκαμε μὲ τὰ σημεῖα ποὺ ἐπακολούθησαν. Γιατὶ τὰ σημεῖα ὥσπου νὰ κηρυχθῆ ἡ διδασκαλία σὲ ὅλη τὴ γῆ ἦσαν ἀπαραίτητα. Καὶ χρειάζονται σημεῖα ὑπερβολικὰ γιὰ νὰ παρασταθῆ καὶ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ἀλήθεια του κηρύγματος.  Δὲν χρειάζονται ὅμως σημεῖα ὑπερβολικὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχτηκαν τὸ λόγο, ἄν πίστεψαν σταθερά.  Ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς μαρτυροῦν τὰ ἔργα τους «Δεῖξε μου, λέει τὴν πίστη σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» καὶ «ποιὸς εἶναι πιστός;» Ἄς τὸ δείξη μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς ζωῆς του.  Γιατί ποιὸς θὰ πιστέψη ὅτι ἔχει ἀντίληψη ἀληθινὰ ὑψηλὴ καὶ μεγάλη, οὐράνια, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀκριβῶς ἡ εὐσέβεια; Αὐτὸς ποὺ πράττει φαῦλα ἔργα εἶναι προσηλωμένος στὴ γῆ καὶ τὰ γήϊνα;
Κανένα ὄφελος ἀδέλφια, ἄν λέγη κανένας ὅτι ἔχει θεϊκὴ πίστη, δὲν ἔχη ὅμως ἔργα ἀνάλογα μὲ τὴ πίστη.  Τί ὠφέλησαν τὶς ἀνόητες κόρες οἱ λαμπάδες, ἀφοῦ δὲν εἶχαν λάδι, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας; Τί ὠφέλησε τὸν πλούσιο ἐκεῖνο, ποὺ ψηνόταν στὴν ἄσβεστη φλόγα ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸν Λάζαρο, ἡ ἐπίκληση τοῦ πατέρα Ἀβραάμ; Τί ὠφελεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει τὸ ροῦχο τῶν καλῶν ἔργων, τὸ κατάλληλο γιὰ τὸ θεῖο γάμο καὶ τὸν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυφικὸ θάλαμο, ἡ ἀποδοχὴ τάχα τῆς πρόσκλησης; Ἔλαβε πρόσκληση βέβαια καὶ ἦρθε, ἀφοῦ πίστεψε ὁπωσδήποτε καὶ κάθιστε ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους ἐκείνους συμποσιαστάς.  Δέχτηκε ὅμως τὸν ἔλεγχο καὶ ντροπιάστηκε, ἐπειδὴ ἦταν ντυμένος τὴ φαυλότητα τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν πράξεων κι ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν σκληρὰ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὸν ρίχνουν στὴ γέενα, ἐκεῖ ποὺ ἀντηχεῖ τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Αὐτὴ κανένας ποὺ ἔχει τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ μὴν τὴ δοκιμάση. Μόνο ὅλοι νὰ δείξουν βίο ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη καὶ νὰ μποῦν στὸ νυφικὸ θάλαμο τῆς ἀκηλίδωτης χαρᾶς καὶ νὰ ζήσουν στὸν αἰῶνα μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους, ὅπου εἶναι τὸ κατοικητήριο ὅλων, ποὺ νιώθουν τὴν ἀληθινὴ εὐφροσύνη. Ἀμήν.

 

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2013/05/blog-post_5595.html#ixzz6LJNYhX4D

 

Ενδιαφέροντα Βίντεο

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Άγιος Βασίλειος ο Μέγας

Η συνομιλία του με τον Μόδεστο έχει ως εξής

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: « Πως σκέφτηκες σύ, Βασίλειε – δεν τον ονόμασε επίσκοπο – και τολμάς να αντιστέκεσαι ενάντια στην εξουσία και να φέρεσαι μόνος συ με τόση αυθάδεια;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί μου κάνεις τέτοια ερώτηση; Ποια είναι η απείθεια και η υπεροψία μου; Γιατί ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Γιατί δεν ακολουθείς την θρησκεία του αυτοκράτορα, ενώ όλοι πιά οι άλλοι υποτάχτηκαν και νικήθηκαν;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δεν είναι αρεστά αυτό στο δικό μου Βασιλιά. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ το Χριστό σαν κάποιο κτίσμα, όπως τον θεωρείτε σεις οι αιρετικοί, αφού εγώ είμαι κτίσμα του Θεού.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Και μάς πώς μάς θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε ημείς, που διατάζουμε αυτά; Πώς λοιπόν; Δεν θεωρείς μεγάλο και τιμητικό το να ταχθής με το μέρος μας και να έχης φίλους και συντρόφους;

Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι ότι σείς είσθε ύπαρχοι και επιφανείς, αλλά καθόλου ανώτεροι από το Θεό. Και θεωρώ σπουδαία τη φιλία σας, αλλά και ισάξια με τη φιλία των άλλων ανθρώπων που πιστεύουν. Γιατί δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ΄ αυτόν, αλλά από την πίστη.

Στο σημείο αυτό ο ύπαρχος ταράχθηκε. Άναψε από το θυμό του. Σηκώθηκε από την έδρα του και με λόγια ορμητικά είπε:

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τι θα μου συμβή; Τι πρόκειται να πάθω;

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Τι θα πάθης; Ένα από τα πολλά που έχω στην εξουσία μου.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ποια είναι αυτά; Πες μου τα, για να ξέρω.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Απείλησε τίποτε άλλο, αν υπάρχη. Γιατί κανένα απ΄ αυτά που ανέφερες, δεν μπορεί να με θίξη και να με βλάψη.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πως είναι δυνατόν και με ποίο τρόπο θα τα καταφέρης;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί δήμευση περιουσίας δεν μπορεί να πάθη εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρης τα τρίχινα αυτά φτωχά ρούχα και τα λίγα βιβλία, από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν ξέρω αφού δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος και ούτε αυτή τη πόλη του κατοικώ τώρα, θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Και μάλλον κάθε τόπο του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βασανιστήρια πάλι τι μπορούν να κάνουν σε άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λές βάσανο την πρώτη πληγή με την οποία θα πέσει το σώμα αυτό. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Και ο θάνατος θα είναι για μένα ευεργεσία, γιατί θα με στείλει γρηγορότερα στο Θεό, για τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και χάρη του οποίου νεκρώθηκα και προς τον οποίο από καιρό τώρα σπεύδω.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Κανείς μέχρι σήμερα δε μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόση μεγάλη παρρησία σε μένα τον Ύπαρχο.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ίσως δε συνάντησες ποτέ ΕΠΙΣΚΟΠΟ. Γιατί αν συναντούσες πραγματικό Ιεράρχη, που ν΄ αγωνίζεται για την ορθή πίστη, με αυτό τον τρόπο θα σου απαντούσε. Ημείς Ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλο άνθρωπο, γιατί τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε μάτια. Αλλά όπου πρόκειται για το Θεό και κινδυνεύει η πίστη, σ΄ Αυτόν μόνο αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες είναι για μας αυτά περισσότερο ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι΄ αυτό βρίζε, φοβέριζε, κάνε ό,τι θέλεις, χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούση την απάντηση αυτή και ο Βασιλιάς. Δεν θα υποτάξης, ούτε θα με πείσης να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν με απειλήσης με ακόμη τρομερότερα.»

Tα παραπάνω ας τα διαβάσουν κι αυτοί οι κατήγοροι της Εκκλησίας που λένε πως , δήθεν, η Εκκλησία του Χριστού, βασίστηκε στην κρατική εξουσία για να επικρατήσει ενώ η αλήθεια είναι ότι από τις αρχές τής ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η Ορθόδοξη Εκκλησία διώχθηκε ακόμα και από «χριστιανούς» αυτοκράτορες».

 

 

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Όταν κάποια προσβολή κάποτε καίει την ψυχή σου, φέρε στο νου τον Χριστό και τα χτυπήματα Του
και πόσο μέρος απ’ τις πληγές του Κυρίου είναι τούτα· κι αυτό θα είναι το νερό να σβήσεις τη λύπη σου.

Τα πάθη, η μέθη, η ζήλεια κι ο δαίμονας είναι ίσα·  όποιον χτυπήσουν, βουλιάζουν το μυαλό του·
το λιώσιμο, η προσευχή, τα δάκρυα, να τα φάρμακα. Αυτή είναι η γιατρειά στα δικά μου πάθη.

Τίποτα μη θεωρείς ισάξιο με τον πιστό φίλο, που δεν τον έφερε το ποτήρι κι η ταραχή του καιρού·
αλλά αυτός δεν χαρίζει παρά μόνο ό,τι μας συμφέρει. Αναγνώριζε όρια στην έχθρα, όχι όμως στη φιλία.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις· πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ᾿ αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ᾿ αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με ασφάλεια και ν᾿ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.

Σύγχρονοι Άγιοι

Άγιος Παΐσιος

– Τα παιδιά που έχουν ποτιστεί από μικρά στην ευσέβεια, μην τα φοβάστε. Και να ξεφύγουν λίγο, λόγω ηλικίας, λόγω πειρασμών, θα επανέλθουν. Είναι σαν τα κουφώματα που τα περνάμε με το λάδι και δεν τα πιάνει η σαπίλα.

– Πρώτα-πρώτα τα παιδιά αντιγράφουν εμάς και μάλιστα από μωρά. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να ενεργούμε επάνω τους όπως στα ρολόγια. Όσο παίρνει το ελατήριό τους, τα κουρδίζουμε γρήγορα. Μετά σιγά σιγά, προσέχοντας να μη σπάσουμε το ελατήριό τους με το ζόρισμα.

Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα Τον ζητώ. Πως να μη Σε ζητώ; Συ με ζήτησες πρώτος και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, και η ψυχή μου Σε αγάπησε έως τέλους.

Βλέπεις, Κύριε, τη λύπη και τα δάκρυά μου… Αν δεν με προσείλκυες με την αγάπη Σου, δεν θα Σε ζητούσα όπως Σε ζητώ. Αλλά το Πνεύμα Σου το Άγιο μου έδωσε το χάρισμα να Σε γνωρίσω και χαίρεται η ψυχή μου, γιατί Συ είσαι ο Θεός μου και ο Κύριος μου και Σε διψώ μέχρι δακρύων.

Ποθεί η ψυχή μου τον Θεό και Τον ζητώ, με δάκρυα. Εύσπλαχνε Κύριε, Συ βλέπεις την πτώση μου και τη θλίψη μου. Ταπεινά όμως παρακαλώ το έλεός Σου: Χορήγησέ μου, του αμαρτωλού, την χάρη του Αγίου Σου Πνεύματος. Η θύμησή της οδηγεί το νου μου να ξαναβρή την ευσπλαχνία Σου.

Άγιος Πορφύριος

Έλεγε ο Άγιος Γέρων Πορφύριος: “Δεν ευθύνεται μονάχα ο άνθρωπος για τα παραπτώματά του. Τα λάθη, οι αμαρτίες και τα πάθη δεν είναι μόνο προσωπικά βιώματα του εξομολογούμενου.

Ο κάθε άνθρωπος έχει πάρει μέσα του και τα βιώματα των γονέων του και ειδικά της μητέρας, δηλαδή το πώς ζούσε η μητέρα, όταν τον κυοφορούσε, αν στενοχωριόταν, τι έκανε, αν κουραζόταν το νευρικό της σύστημα, αν είχε χαρά, αν είχε θλίψη, αν είχε μελαγχολία.

Pin It on Pinterest

Share This